- γεροντεύω
- γεροντεύω, Senator sein
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
γεροντεύω — (Α γεροντεύω) [γέρων ( οντος)] νεοελλ. απρακτώ κοντά σε γέροντα (ιερωμένο) αρχ. είμαι γέρων, γερουσιαστής … Dictionary of Greek
γεροντεύεται — γεροντεύω to be a senator pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέροντας — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 450 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδος του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται βόρεια της Ερέτριας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερετρίας. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 450 κάτ.) στην πρώην… … Dictionary of Greek